- τάχη
- τάχοςswiftnessneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)τάχοςswiftnessneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχῆ — ταχύς swift neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχίνι — Κοινή ονομασία του σησαμοπολτού, παχύρρευστης ουσίας, η οποία παρασκευάζεται από τους σπόρους του σησαμιού. Για να παρασκευάσουν τ. βρέχουν το σησάμι με αλμυρό νερό και το φουρνίζουν σε φούρνο χαμηλής θερμοκρασίας. Έπειτα το αποφλοιώνουν και το… … Dictionary of Greek